σκεπτικοῦ

σκεπτικοῦ
σκεπτικός
thoughtful
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκεπτικότητα — η, Ν 1. η ιδιότητα τού σκεπτικού 2. το να σκέπτεται κάποιος, το να είναι βυθισμένος σε σκέψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκεπτικός. Η λ., στον λόγω τ. σκεπτικότης, μαρτυρείται από το 1854 στον Π. Χιώτη] …   Dictionary of Greek

  • Μολιέρος — (Moliere, Παρίσι 1622 – 1673). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου θεατρικού συγγραφέα και ηθοποιού Ζαν Μπατίστ Ποκλέν (Jean Baptiste Poquelin). Φοίτησε πρώτα σε σχολείο ιησουιτών, ανάμεσα στους νέους της υψηλής κοινωνίας· συνέχισε κατόπιν τις… …   Dictionary of Greek

  • Ναυσιφάνης — Αρχαίος φιλόσοφος (4ος 3ος αι. π.Χ.) από την Τέω, μαθητής του σκεπτικού Πύρρωνα, οπαδός του Δημόκριτου και δάσκαλος του Επίκουρου· μπορεί να θεωρηθεί έτσι μια από τις μορφές που συνέδεσαν από τη μια τη δημοκρίτεια γνωσιολογία με τον σκεπτικισμό,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”